< ἐγκυλινδέομαι
ἐγκυλίνδομαι >
ἐγκυλίνδησις
,
-εως, ἡ
hecho
o
acción de revolcarse
,
refocilarse
ἐν γυναιξὶ πόρναις
Plu.
Oth
.2.