< ἔγκρυμμα
ἐγκρυπτέον >
ἐγκρυπτάζομαι
ocultarse
,
estar al acecho
fig.
τὸ φιλήδονον πνεῦμα τὸ ἐγκρυπταζόμενον ἐν τοῖς τοῦ σώματος μέλεσι
Nil.M.79.552B.