< ἔγκυαρ
ἐγκυβιστάω >
ἐγκυβερνάω
náut.
guiar la nave en
,
adueñarse de
ἢ οἷον ἄνεμος ἱστίοισι ἐγκυβερνέῃ
Aret.
SD
1.3.1.