ἐγκύκλημα, -ματος, τό


1 plu. actividades periódicas o cíclicas δευτέρα δὲ ἡ (πρόσοδος) ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arist.Oec.1346a13.

2 v. ἐκκύκλημα.