ἐγκυβιστάω
1 tirarse de cabeza c. dat.
τούτῳ (τῷ φρέατι)Anon.Mirac.Thecl.19.24,
θαλάσσῃEust.1543.41.
2 precipitarse, lanzarse, meterse de lleno fig., c. dat.
μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησανSynes.Ep.73 (p.130),
βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶνAntip.Bost.Io.Bapt.3,
ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασινSud.s.u. κύβος.