< ἐγκῠκλόω
ἐγκυλινδέομαι >
ἐγκύκλωσις
,
-εως, ἡ
círculo
,
forma circular
τὸ πλέον γε τῆς ἐγκυκλώσεως τὸ Εὐφράτην ποιεῖν
Str.2.1.36.