ἐγκυλίω
• Grafía: graf. ἐνκ-
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [aor. part. pas. ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, D.H.11.36, S.E.M.1.108; perf. med. ἐγκεκύλισται Basil.M.29.236A]
I tr.
1 envolver
ἐς εἴριον πινῶδες ἐγκυλίωνlos ingredientes de una receta, Hp.Mul.1.75
•hacer girar
ἐγκυλίειν αὐτό (κύλινδρον)Arist.Pr.914a22.
2 fig. envolver, enredar, liar de pers.
πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασινPherecr.156.2, cf. Vett.Val.112.26.
II intr. en v. med.-pas.
1 revolcarse
διὰ τοὺς πέρδικας ἐγκυλίεσθαι καὶ ὀρύττειν(se llama así a esa hierba) porque las perdices se revuelcan (en ella) y escarban Thphr.HP 1.6.11.
2 dar vueltas al caer, caer rodando
εἰς τὸ βαθὺ τῆς λίμνης ἐγκυλισθέντεςAch.Tat.4.14.5
•dar vueltas, pasear
οἶκος ... ἐγκυλίσασθαι ὠφελιμώτατοςuna habitación muy adecuada para pasear Luc.Hipp.6, cf. Hsch.s.u. ἐγκαλινδούμενος
•fig.
ὡς μηδὲν ἐ[μ]οὶ ἐνκυλεί[ε]σθαι ὀφειλόμενονpara que ninguna deuda se me venga encima rodando, PTurner 34.11 (III d.C.).
3 fig. enredarse, quedar atrapado
εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθέντεςenvueltos en amoríos X.l.c.,
εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις ἐγκυλισθείςD.H.l.c.,
εἰς τὴν αὐτὴν ἐγκυλισθέντες ἀπορίανS.E.l.c., c. dat.
μέθαις ἐγκυλιόμενοιClem.Al.Strom.7.4.25,
ἡ ψυχὴ οἷον ἐν βορβόρῳ τοῖς πάθεσι τῆς σαρκὸς ἐγκεκύλισταιBasil.l.c., tb. c. ἐν y dat.
ἐν τοσούτοις ... ἐγκεκυλῖσθαι κακοῖςPorph.Chr.26,
ἐν πολλοῖς πράγμασι ... ἐγκυλιόμενοιCat.Cod.Astr.7.208.8.