ἐγκύμων, -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I
δοκέειν ἐγκύμονα εἶναιHp.Mul.1.3, cf. 2.170,
κόρην τινὰ ... γενομένην ὑπό τινος δαίμονος ... ἐγκύμοναArist.Fr.76,
ἐγκύμονα ἐποίησενa una de las hijas de Cadmo, Luc.DDeor.12.2,
ἐν τῷ τῆς συνβιώ[σ]εως χρόνῳ ἐνκύ[μ]ονος [αὐ]τῆς ἐξ αὐτοῦ [γ]ενομέν[η]ςPFam.Teb.20.14 (II d.C.), cf. POxy.3581.19 (IV/V d.C.), PMasp.97ue.46 (VI d.C.),
κα<τ>θανα δ' ἐ. ἡ δύσμοροςIHadrianopolis 39 (II/III d.C.)
•de anim. preñada
ἵνα θᾶττον ἐγκύμονες γίγνωνταιde las perras de caza, X.Cyn.7.2, de una elefanta, Arist.HA 546b10,
ὗς ἐ. εἰς θυσίαν τῇ ΔήμητριIG 11(2).287A.69 (III a.C.),
τῇ Δήμητρι εἰς Θεσμοφόρια ὗς ἐ.ID 444A.31 (II a.C.), cf. SIG 1024.12 (Míconos III/II a.C.),
ἡ ἔχις ἐ. γίγνεταιEutecnius Th.Par.11.18, cf. Hsch.s.u. ἐγκύμονα
•mit. de Zeus
καταπιὼν τὴν Μῆτιν ὁ Ζεὺς ... ὥσπερ ἐ. ἐξ αὐτῆς γενόμενοςGal.5.354.
2 de plantas llena, cargada de semilla
πόα ἐ. σπέρματοςDsc.3.7.3.
II fig. preñado, henchido
ἐγκύμον' ἵππον τευχέωνdel caballo de Troya, E.Tr.11,
ἄμυλος ἐ.pastel preñado, e.d. relleno Pl.Com.188.8,
ὠδίνεις ... διὰ τὸ μὴ κενὸς ἀλλ' ἐ. εἶναιref. al saber Pl.Tht.148e,
κρατερῶν καμάτων ἐγκύμονα βίβλονAP 9.210,
ψυχὴν ... ἐγκύμονα ἀπεργάσασθεPh.1.651,
ἐ. τῷ βαλλαντίῳ προφαίνεταιGr.Nyss.Hom. in Eccl.345.4.
III de hombres capaz de fecundar, fecundo
οἱ μὲν οὖν ἐγκύμονες ... κατὰ τὰ σώματα ὄντεςPl.Smp.208e
•fig.
ὅταν τις ἐκ νέου ἐ. ᾖ τὴν ψυχήνPl.Smp.209b.