< ἐγκυμαίνω
ἐγκύματος >
ἐγκυματίζω
zarandear
,
sacudir
en v. pas. c. dat. agente
τῇ ταραχῇ ταύτῃ ... ἐγκυματισθέντες
Gr.Nyss.
Pss
.59.28.