Διθυράμβιος διθυραμβιστής δῐθῠραμβογενής διθυραμβογραφέω διθυραμβογράφος δῑθῠραμβοδῐδάσκᾰλος διθυραμβοποιητής διθυραμβοποιητική διθυραμβοποιός δῑθύραμβος Δῑθύραμβος δῑθῠραμβοχάνα διθυραμβώδης Διθύραμφος Διθυρίτης δίθῠρος δίθυρσον διθύσανος Διΐ διιά ΔιϜία Διιακός διίαμβος *ΔιϜιαρται Διΐας διιδεῖν δίϊδρος διϊδρόω διϊδρύω διίεσκον *ΔιϜιεύς διιζάνω διΐημι διῑθυντήρ διϊθυντής διῑθύνω †διϊκαδία· διϊκανοδοτέω διϊκμάζω διϊκμάω διϊκνέομαι Διΐκτυννα διΐκτωρ δίϊξις δίϊος διῑπετής Διϊπόλ- διϊππασία διΐππευσις διϊππεύω διΐππιον διΐπταμαι διϊσθμίζω διϊσθμονίζω διϊστάνω διϊστάω διϊστέον διΐστημι διϊστορέω διϊσχάνω διϊσχυριείω διϊσχυρίζομαι διϊσχύρισις διϊσχυριστέον διισχύω διΐσχω Διϊσωτήρια διϊτέον διϊτητικός διϊτικός Διιτρέφης