διϊτητικός, -ή, -όν
penetrable
λεπτὸν γὰρ καλοῦμεν σῶμα δ.Phlp.in GC 214.27,
τὸ τμητικόν τε καὶ δ. τῆς τοῦ πυρὸς φύσεωςPhlp.Aet.534.27, cf. 535.2.
λεπτὸν γὰρ καλοῦμεν σῶμα δ.Phlp.in GC 214.27,
τὸ τμητικόν τε καὶ δ. τῆς τοῦ πυρὸς φύσεωςPhlp.Aet.534.27, cf. 535.2.