διϊστάνω
1 tr. separar, distender
ν[όσου] ... π[υ]κ[νούσ]ης ἀσυμμέτρως τὰ μ[έλη τ]ῶν ζῴ[ων] ἢ διϊστανούσηςaunque la enfermedad comprima o separe de modo asimétrico los cuerpos de los seres vivos Phld.Mort.8.10
•romper, quebrar
τὴν φιλίανD.S.19.46.
2 intr. apartarse, separarse
προσέταξε τοῖς ὑπηρέταις διαστῆσαι τὸ πλῆθος· οἱ μὲν δὴ διίστανονApp.Hisp.36, en v. med. mismo sent.
τὰ μέρη τοῦ λόγου ... οὐκ ἐκ συνθέσεως διιστανόμεναA.D.Synt.311.20.