διϊσχυρίζομαι


1 insistir sobre c. dat. τῷ λόγῳ Antipho 5.33
en argumentaciones apoyarse en δόξῃ Hp.Decent.3, ἀκούω δ' αὐτὸν καὶ <τούτῳ> δ. ὅτι ... Lys.13.85, τοῖς ἐξαγωνίοις λόγοις Aeschin.1.176, ἑτέρῳ νόμῳ Hld.5.31.4.

2 afirmar con seguridad, sostener c. ac. u or. complet. o interr. indir. τοῦτο Pl.Phd.63c, cf. 114d, Arist.HA 575a26, Act.Ap.12.15, I.AI 2.106, D.C.57.23.3, Aristid.Quint.125.31, Pamph.Mon.Solut.13.32, διισχυρίσαιο ἂν ὡς ... Pl.Tht.154a, cf. Ep.317c, PMich.659.14 (VI d.C.), ὅτι ... Phld.Sign.27.3, εἰ μέν τι καὶ ἄλλο ... ὑπῆρχε ... οὐκ ἂν διισχυρισαίμην Them.Or.23.298b.

3 opinar abiertamente c. giro prep. οὐ τολμῶσι ... διισχυρίζεσθαι περὶ τούτων And.2.4
hacer aseveraciones οὐκ ἂν πάνυ ὑπὲρ τοῦ λόγου διισχυρισαίμην Pl.Men.86b, ὁμοίως ἐφ' ἑκατέροις διισχυριζόμεθα Pl.Tht.158d, οὔτε περὶ τῶν ἐναργῶν ... οὔτε περὶ τῶν ἀδήλων S.E.P.2.95, cf. Plu.2.426e, 430f, abs. εἰδέναι ἅπαντα οἴονται καὶ διισχυρίζονται Arist.Rh.1389b6
reforzado por λέγειν afirmar tajantemente ἄλλος τις διϊσχυρίζετο λέγων Eu.Luc.122.59, cf. Luc.Herm.31.