< διϊστορέω
διϊσχυριείω >
διϊσχάνω
• Prosodia:
[-ᾰ-]
atravesar
,
penetrar
c. ac.
νύκτ' ὀλοὴν οὐκ ἄστρα διίσχανεν
A.R.4.1696.