< διϊτητικός
Διιτρέφης >
διϊτικός
,
-ή, -όν
penetrable
,
permeable
οὐ γὰρ ἅπαν τὸ μανότερον διιτικώτερον
Arist.
Pr
.905
b
13,
δ. φῶς διὰ τῶν σωμάτων
Phlp.
Aet
.282.21.