< διθυραμβικός
διθυραμβιστής >
Διθυράμβιος
,
-ου, ὁ
Ditirambio
n. de mes en Gonos
Gonnoi
41.8, 44.2 (ambas II a.C.), quizá equiv. a julio/agosto
SEG
35.564.1 (III/II a.C.).