< διϊκνέομαι
διΐκτωρ >
Διΐκτυννα
,
-ης, ἡ
penetradora
ἀπὸ τοῦ διικνεῖσθαι τὴν δύναμιν αὐτῆς εἰς πάντα τὰ ἐπὶ γῆς como falsa etim. de Δίκτυννα
Corn.
ND
34.