διϊππεύω


A intr.

I recorrer a caballo γενομένου διαστήματος ... διιππεύσας μέρει τῶν ἱππέων D.S.19.30, διὰ δὲ τῆς θαλάσσης τρόπον τινὰ διιππεῦσαι ἐπεθύμησε D.C.59.17.1, cf. 55.1.5, fig. en astrol. (μοῖραι τοῦ κύκλου) ἃς ... Ἥλιος διιππεύει <ἐν> ἐνιαυτῷ Vett.Val.301.11, cf. 318.19
gener. alcanzar, llegar πρὸς τὰς οὐρανίας πύλας Seuerian. en Cat.1Ep.Petr.3.7.

II fig.

1 del tiempo pasar, transcurrir πολλοῦ ... χρόνου διιππεύσαντος A.Io.Rom.γ 7.1, ἱκανὸς γὰρ διιππεύκει πολεμούντων αὐτῶν χρόνος de la guerra del Peloponeso, Ar.Pax argumen.1.3, cf. A.Xanthipp.1, ἔτη Porph.Chr.60.

2 continuar τοῦ δὲ πότου διιππεύοντος Vit.Aesop.G 68, καίτοι μακροῦ διιππεύσαντος λόγου Cyr.Al.M.73.936D.

3 pasar inadvertido μὴ διιππεύειν ἐᾶν τὰ ἐν τῇ ... γραφῇ θεωρήματα Cyr.Al.M.74.572A.

B tr. atravesar τὴν ὠκεάνιον ζώνην ἐν κύκλῳ Porph.Chr.69, τέσσαρες ἄστεα πάντα διιππεύοντες ἀῆται Nonn.D.41.173, ὁ ἥλιος ... ἐν οὐρανῷ ... δρόμον Eus.VC 3.26.