διθυραμβώδης, -ες


1 ditirámbico, altisonante, ampuloso ὄνομα Pl.Cra.409c, cf. D.H.Din.8.1, σεμνολογία Philostr.VS 502, δίπλωσις Demetr.Eloc.116, cf. D.H.Dem.29.5, ἡ δὲ ἰδέα τῶν λόγων ... ὑπόβακχος καὶ δ. Philostr.VS 511, cf. VA 1.17, ἄνδρα ... διθυραμβώδη καλοῦντες καὶ ἀκόλαστον Philostr.VS 514, Eust.597.4.

2 adv. -ῶς a la manera del ditirambo ἔχειν δ. καὶ τραγικῶς Synes.Regn.15 (p.34), σκληρᾷ μεταφορᾷ χρησάμενος δ. Sch.Pi.P.6.11.