< διϊππασία
διϊππεύω >
διΐππευσις
,
-εως, ἡ
• Grafía:
graf. δίππ-
milit.
carga de caballería
(τὸ ἐμβολοειδές) ῥᾴστην ἐποίει τὴν δίππευσιν
Ascl.
Tact
.7.3.