διϊδρόω
1 sudar, transpirar
ἤν τε διουρήσῃ, ἤν τε διϊδρώσῃHp.Loc.Hom.27, cf. Gal.19.93.
2 en v. med. filtrarse
αἵματος, ἐκ μὲν τῶν ἀγγείων διϊδρουμένου κατὰ τοὺς χιτῶνας αὐτῶνGal.7.714,
ἀπὸ νοτίδος αἱματηρᾶς διιδρουμένηςGal.2.903, cf. 1.394
•en v. pas. ser exudado
(ὕλη)Steph.in Hp.Progn.118.39.
3 borbotear Hsch.s.u. κηκίειν.