διϊκνέομαι
• Morfología: [fut. διίξομαι Il.9.61, h.Cer.416, Nonn.D.48.422; aor. 2asg. διίκεο Il.19.186, A.R.2.411, Q.S.12.76]
I tr. c. suj. de pers. narrar, contar
ἐξείπω καὶ πάντα διίξομαιIl.9.61,
ἐν μοίρῃ γὰρ πάντα διίκεο καὶ κατέλεξαςIl.19.186, cf. A.R.l.c.,
πάντα διίξομαι ὡς ἐρεείνειςh.Cer.416,
ταῦτα μὲν ... θαρσαλέως μάλα πάντα διίκεοtodo eso lo has contado muy valientemente Q.S.l.c.,
ἀλλὰ τί σοι τάδε πάντα διίξομαι;Nonn.l.c.
II intr.
1 gener. de abstr. llegar a través de, penetrar c. giro prep.
οὐ γὰρ διικνεῖται ἡ ψύξις εἰς βάθοςArist.Pr.893a14, cf. 911b18, GA 747a8,
ἐπὶ πᾶν διικνεῖσθαι πέφυκε τὸ θεῖονArist.Mu.397b33,
ἀναβάλλουσιν τὴν κάτωθεν (γῆν) ἐφ' ὅσον διικνεῖται τὸ ὕδωρThphr.CP 3.20.4, cf. 6.1, 5.9.2,
διὰ τὸ μὴ διικνεῖσθαι τὴν φύσιν τῶν φλεβῶν (ἐπὶ ... τοὺς κάτω τόπους)Erasistr.230,
ἡ τῶν ἀρωμάτων φύσις ... διικνουμένη πρὸς τὰ λεπτομερέστατα τῆς αἰσθήσεωςD.S.3.46,
φωνὰ δ' ἐστὶ μὲν πλᾶξις ἐν ἀέρι διικνουμένα ποτὶ τὰν ψυχὰν δι' ὤτωνTi.Locr.101a,
οὐδὲ ἀπόρροια διικνεῖται ἀπὸ τῶν ἀπλανῶν ἀστέρων ἐπὶ τὴν γῆνGem.17.16, cf. 17, 34, Plu.2.148d, Gal.1.288,
(σεισμοί) ὅσοι ... ἐπὶ μήκιστον διικνοῦνται τῆς γῆςPaus.7.24.7, cf. Hld.2.2.1,
οἷον εἰ ἐν κηρῷ βαθεῖ διικνοῖτο εἰς ἔσχατον ... τύποςPlot.4.4.13, cf. 2.9.16,
τὸν ἔξωθεν ἀέρα †κατὰ βάθους διικνεῖσθαι τοῦ σώματοςPs.Dicaearch.2.5,
ὥστε δι' αὐτοῦ (τοῦ ἀέρος) ... διικνεῖσθαι τὴν ὅρασινArr.Epict.2.23.4,
τὸ τοιοῦτον γιγνόμενον ... μέχρι τῶν θηρίων διικνεῖταιD.Chr.12.35, cf. Luc.Luct.19, Philops.2,
διῖκτο δ' ἡ δόξα μέχρι τοῦ Περσῶν βασιλέωςPlu.Dem.20,
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ... διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆςEp.Hebr.4.12, fig.
ἡ δ' ὑστάτη (εὐεργεσία) ... ἐς ὑμᾶς αὐτοὺς διικνεομένηHp.Or.Thess.40
•sin rég. prep. alcanzar
διὰ τὸ μὴ διικνεῖσθαι τὴν ὄψινArist.Mete.374b15
•transmitirse
θᾶττον ἔτι διικνοῖτ' ἂν ἡ αἴσθησιςla sensación se transmitiría aún más rápidamente Arist.de An.423a5, cf. Mete.378a6 (cód.),
βραδέως δὲ τοῦ παραγγέλματος διικνουμένουPlu.Nic.27
•de los rayos de luz o del fuego propagarse
(τὸ πῦρ) ... διῖκτο πρὸς θάτερον πέραςPlu.Alex.35,
ὁ δὲ νεφώδης ἀὴρ ῥᾳδίως διικνουμένας ἔχει τὰς ἀκτῖνας ἅτε μηδὲν ἔχων βάθοςCleom.2.4.104.
2 de armas alcanzar, dar en el blanco, c. giro prep.
τὰ βέλη ... πρὸς τὰ νῶτα τῶν ἀντιπροσώπων ... διικνεῖσθαιD.S.17.42, fig., c. dat.
διϊκνούμενος ταῖς Μούσαιςalcanzando a las Musas Sch.Pi.N.9.127b
•sin rég. prep. dar en el blanco
διικνοῦντο γὰρ ῥᾷον οἱ ἄνωθενTh.7.79,
τοξότης δ' ἂν ὁ θεὸς παρεισάγοιτο κατά τε τὸ πανταχοῦ διικνεῖσθαιde Heracles, Corn.ND 31.
3 ref. al tiempo transcurrir
διετοῦς χρόνου διικνουμένουLongus 1.4.1.