διΐπταμαι
I intr.
1 cruzar el espacio aéreo, pasar volando
ἀετόςAesop.91,
κατὰ ἀέρα διιπτάμενα πετεινάOlymp.Iob 35.11
•fig. ref. a una gran velocidad
διιπτάμεθα βαρὺ τοῦ κύματοςvolamos a través de las olas Luc.Am.6,
ἵνα τὸν εἰς οὐρανὸν δρόμον διιπτάμενος εὐθύνῃun auriga, Ph.2.179.
2 atravesar en su vuelo, del rayo fulminar
Διὶ οὗ βέλο[ς] διίπτατ[αιref. a la justicia de Zeus SEG 37.529 (Epiro III a.C.),
(κεραυνός) ἀνθρώπου τε καθεύδοντος διαπτάμενοςPlu.2.665b,
καθάπερ ἀστραπῆς διιπταμένηςPlu.2.1046d (l. a Chrysipp.Stoic.3.50).
3 volar en todas direcciones
διίπτατο τὸ πῦρ ἐπινοίας τάχιονI.BI 3.228
•fig. difundirse
διιπταμένη ἡ φήμηHdn.2.8.7.
II tr. pasar volando por encima de, recorrer al vuelo
οὐδὲν διίπταται ὄρνεον αὐτήν (τὴν λίμνην τῆς Κύμης)Arist.Mir.839a24,
αἶαν ... διιπταμένη σύ, χελιδώνAP 9.346 (Leon.)
•gener. volar por
ὡς ὀρνέου διιπτάντος ἀέραLXX Sap.5.11, cf. D.P.Au.1.1, fig.
διὰ γὰρ βέλος ὥστε θάλασσαν ἵπτανταιcomo una flecha surcan el mar los delfines, Opp.H.2.535 (tm.).