διϊστάω


1 hender, partir διϊστῶντες τὴν γῆν ῥιζόθεν Lyd.Mag.3.54
fig. distinguir ἀπ' ἀλλήλων τὰς φύσεις Seu.Ant. en Eust.Mon.Ep.739, cf. Pamph.Mon.Solut.11.169.

2 separar εἰς θαλάμους οὐδ' αὐτήν διιστῶσα Eust.Pind.2.1.