διϊστορέω
hablar de o describir en detalle
τὸ τοὺς πλεί[ου]ς σ[υγγραφέ]ας καὶ διιστορη[κέναιPhld.Rh.2.150, en v. pas.
ὁ μὲν ... διιστορημένος ὑφ' ἡμῶνPhld.Cont.4.4.
τὸ τοὺς πλεί[ου]ς σ[υγγραφέ]ας καὶ διιστορη[κέναιPhld.Rh.2.150, en v. pas.
ὁ μὲν ... διιστορημένος ὑφ' ἡμῶνPhld.Cont.4.4.