διάσωσμα
διασωσμός
διασωστέον
διασωστής
διασωστικός
διασωφρονίζομαι
διασώχω
διαταγή
διάταγμα
διαταγματάριος
διαταγματικός
διαταγμός
διατακτέον
διατακτέω
διατάκτης
διατακτικός
διατάκτωρ
διαταλαντόομαι
διαταμιεύω
διατάμνω
διατᾰνύω
διαταξίαρχος
διάταξις
διαταράσσω
διαταρέω
διάτασις
διατάσσω
διατατικός
διαταφρεύω
διαταχέος
διαταχέων
διατεθρυμμένως
διατείνω
διατειχεύω
διατειχίζω
διατείχιον
διατείχισμα
διατειχισμός
διατεκμαίρομαι
διατεκταίνω
διατελεία
διατελειόω
διατέλεος
διατελεστέον
διατελευτάω
διατελέω
διατελής
διατέμνω
διατενής
διατέρπομαι
διατερσαίνω
διατεσσάρων
διατεταγμένως
διατεταμένως
διατετηρημένως
διατετμημένως
διατετραίνω
†διατεύονται·
†διατεύοντο·
διατήκω
διάτηξις
διατηρέω
διατήρησις
διατηρητέον
διατηρητικός
διατί
διατίθημι
διατιλάω
διατίλλω
διάτιλμα
διατῑμάω