< διαταχέων
διατείνω >
διατεθρυμμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διαθρύπτω
débilmente
,
con debilidad
ἀνοήτως ... καὶ δ. ... ἔχομεν οἱ πλεῖστοι
ref. al espíritu
, Pl.
Lg
.922c.