διατάκτωρ, -ορος, ὁ
el que dispone, ordena
Δία καλεῖ πάντων διατάκτορα καὶ ὅλου τοῦ κόσμουOrph.Fr.54,
glos. a ἁρμόστωρSch.A.Eu.456, cf. Ephr.Syr.1.114B.
Δία καλεῖ πάντων διατάκτορα καὶ ὅλου τοῦ κόσμουOrph.Fr.54,
glos. a ἁρμόστωρSch.A.Eu.456, cf. Ephr.Syr.1.114B.