< διατετηρημένως
διατετραίνω >
διατετμημένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διατέμνω
de modo discontinuo
δ. καὶ διεσπαρμένως op. προσεχῶς καὶ ἡνωμένως
Nil.
in Cant
.27.21.