< διατεσσάρων
διατεταμένως >
διατεταγμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de διατάσσω
1
a ciencia cierta
,
con total seguridad
,
comprometiéndose
Gal.17(2).584.
2
ordenadamente
op. ἀδιατάκτως
Simp.
in Cat
.379.26.