διατῑμάω


1 juzgar, sentenciar en v. pas. εἰ δὴ τὰ τοῦδ' οὐ διατετίμηται θεοῖς si (la causa) de éste no ha sido sentenciada por los dioses A.Th.1047, en v. pas. διατετίμηται γὰρ ἑκάστου τῶν ἀδικημάτων <ἡ> ζημία Hippol.Haer.5.20.3, cf. Harp.s.u. ἀτίμητος.

2 en v. med. valorar, tasar, evaluar ἀποτινέτωσαν ... τὸ βλάβος ὅσου ἂν διατιμήσωνται πενταπλοῦν PRev.Laws 51.11, cf. 55.24 (III a.C.), τὴν ἰδίαν οὐσίαν D.S.4.21, τὴν χώραν I.AI 13.263, cf. ID 502A.8 (III a.C.), ὅσον ἂν καλὸν καὶ δίκαιον φαίνηται IM 93b.27 (II a.C.), Sam.Le.27.14, c. gen. de precio τὸ ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων D.S.16.29, τὸ μύρον τριακοσίων δηναρίων διετιμήσατο Chrys.M.61.718.