< διάσωσμα
διασωστέον >
διασωσμός
,
-οῦ, ὁ
liberación
σπεύσω διασωσμὸν ἐμοὶ ἀπὸ πνεύματος λαιλαπώδους
Aq., Thd.
Ps
.54.9.