διαταμιεύω
1 administrar
παρέδομεν ταῖς γυναιξὶν διαταμιεύειν τε καὶ κερκίδων ἄρχεινPl.Lg.805e, en v.med. mismo sent.
πράττω διαταμιευόμενος καὶ κελεύων φείδεσθαι τοὺς οἰκέταςLib.Ep.50.
2 sólo en v. med. almacenar
(τὸ ὕδωρ)dicho de la tierra, Pl.Criti.111d.