< διατέμνω
διατέρπομαι >
διατενής
,
-ές
1
distendido
del pulso
, Gal.8.943.
2
que tiende
,
tendente
πρὸς τὴν τελείωσιν
Thphr.
CP
2.15.2.
3
persistente
,
incesante
τὸ σύμπτωμα
Orib.
Ecl
.58.5.