διατίλλω
1 rapar en v. pas., c. ac. de rel.
διατετιλμένη φόβηνrapada en cuanto a sus rizos e.d. privada de su cabellera S.Fr.659.7.
2 arrancar c. gen.
λαβών με τῆς κόμης διέτιλενLXX Ib.16.12,
τὰ σουδάρια τῶν χρωτῶν αὐτοῦ ... διετίλλετοGr.Nyss.Melet.456.16
•fig.
τὸν στέφανον τῆς πόλεωςChrys.M.51.270,
ἀπ' ἐμοῦ τὴν εὐπραγίαν καὶ τὴν εἰρήνηνOlymp.Iob 16.12.