διατᾰνύω


1 extender totalmente (tm.) διὰ πτερὰ ... τανύσσας A.R.4.601, τὸ φῶς ὥσπερ δέρριν de Dios, Rom.Mel.74.ιαʹ.5.

2 en v. med. estirarse μετὰ χάσμης Sch.Luc.Lex.21.