< διασωσμός
διασωστής >
διασωστέον
hay que conservar
,
hay que mantener
τοῦτο
Pl.
Ep
.360b,
τῷ σώματι τὴν κατὰ φύσιν ἕξιν
Plu.2.135c, cf.
Com.Adesp
.1007.41.