διασωστικός, -ή, -όν
que puede conservar o preservar
δύναμις ... τοῦ ζῴου διασωστικήGal.2.46, cf. Albin.Intr.182, 183,
(ὁ θεός) δ. καὶ τῶν φύσεων τηρητικόςTheol.Ar.5
•que salva, salvador, liberador
στρατηγόςPoll.1.178, cf. Max.Tyr.14.5
•fig.
παρέχων τὴν ἐπαγγελίαν εἰς διασωστικὴν εὐφημίανde Dios Corp.Herm.18.14.