γυναικ(ε)ιάριος
γῠναικεῖος
γυναικεραστέω
γυναικεραστής
γυναικεράστρια
γυναικήιος
γυναικηρός
γυναικίας
γυναικίζω
γυναικικός
γῠναίκῐσις
γυναικίσκιον
γυναικισμός
γυναικιστί
γυναικοαρρενομανία
γῠναικόβουλος
γυναικογένεια
γῠναικογήρῡτος
γυναικοδίδακτος
γυναικοδουλία
γυναικόδουλος
γυναικοειδής
γυναικοήθης
Γυναικοθοίνας
γυναικόθυμος
γυναικοϊέραξ
γυναικόκλωψ
γυναικοκρασία
γῠναικοκρᾰτέομαι
γυναικοκρατία
γυναικοκτόνος
Γυναικολιμενίτης
γῠναικομᾰνέω
γῠναικομᾰνής
γυναικομανία
γυναικόμασθον
γυναικομαστοβορέω
γῠναικόμῑμος
γῠναικόμορφος
γυναικονῖτις
γυναικονοήμων
γυναικονομέω
γυναικονομία
γῠναικονόμος
γυναικοπαθέω
γυναικοπαθής
γυναικοπίπης
γῠναικοπληθής
γῠναικόποινος
Γυναικοπολίτης
γυναικοπρεπής
γυναικοπρεπώδης
γυναικοπρόσωπος
Γυναικόσπολις
γυναικοτραφής
γυναικοτρόφος
γυναικ<ο>υφής
γῠναικοφῐλής
γῠναικοφόνος
γῠναικόφρων
γῠναικοφυής
γῠναικόφωνος
γυναικόψευτος
γυναικοψυκτής
γυναικόψυχος
γυναικόω
γυναικώδης
γυναικών
Γυναικῶν λιμήν
Γυναικῶν πόλις
γῠναικωνῖτις