< γυναικοκρατία
Γυναικολιμενίτης >
γυναικοκτόνος
,
-ον
asesino de mujeres
παραστησόμενοι γυναῖκας τῷ ἱερῷ γυναῖκας οἱ γυναικοκτόνοι
Ph.2.581, cf.
Cat.Cod.Astr
.8(4).128.