γυναικίας, -ου, ὁ


marica, afeminado ὑποκριτὴς ... μαλθακὸς ... καὶ γ. Luc.Pisc.31, δήσαντες ... τοὺς γυναικίας ἦγον ὀπίσω Luc.Asin.41, οὐκ ... γυναιξὶ προσέχων τὸν νοῦν ἀνεφάνη γ. Lib.Or.64.64, γ. καὶ κίναιδος κωμῳδεῖται de Cleócrito, Did.CP 14.34, cf. Hdn.Epim.18, Sud.s.u. Κλεόκριτος, Sch.Ar.Au.877, EM 277.3G., Eust.1132.32
cobarde Eust.1261.60.