< γυναικομανία
γυναικομαστοβορέω >
γυναικόμασθον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
-μαστον
Paul.Aeg.6.46
medic.
desarrollo anormal de las mamas
en un hombre, Gal.19.444, Paul.Aeg.l.c.