< γυναικόδουλος
γυναικοήθης >
γυναικοειδής
,
-ές
de aspecto de mujer
γυναικοειδεῖς ... καὶ ἐκτεθηλυμμένοι
Cyr.Al.M.68.300D, cf. Sch.Ar.
Nu
.289.