γυναικοϊέραξ, -ακος, ὁ
cazador de mujeres, mujeriego
κοιλιολάτραι καὶ τραπεζογίγαντες καὶ γυναικοϊέρακεςPall.V.Chrys.12.4, cf. H.Laus.65.2, Malch.21.16.
κοιλιολάτραι καὶ τραπεζογίγαντες καὶ γυναικοϊέρακεςPall.V.Chrys.12.4, cf. H.Laus.65.2, Malch.21.16.