γυναικόδουλος, -ου, ὁ
peyor. esclavo de las mujeres
τοὺς ... γυναικοδούλους ... ὡς ἀνδράποδα περιφέρουσιν αἱ γυναῖκεςChrys.M.58.603, cf. Subintr.6, Isid.Pel.Ep.M.78.497A.
τοὺς ... γυναικοδούλους ... ὡς ἀνδράποδα περιφέρουσιν αἱ γυναῖκεςChrys.M.58.603, cf. Subintr.6, Isid.Pel.Ep.M.78.497A.