γῠναικόμορφος, -ον
que adopta forma de mujer
νιν ... γυναικόμορφον ἀγόμενον δι' ἄστεωςde Penteo humillado por Dioniso, E.Ba.855, cf. Sch.Ar.Nu.289,
γ. ἰδέαPh.2.280.
νιν ... γυναικόμορφον ἀγόμενον δι' ἄστεωςde Penteo humillado por Dioniso, E.Ba.855, cf. Sch.Ar.Nu.289,
γ. ἰδέαPh.2.280.