< γυναικεραστής
γυναικήιος >
γυναικεράστρια
,
-ας
amante de mujeres
ἄτακτος οὖσα τὸν τρόπον καὶ γ.
de Safo
Vit.Fr.Pap
. en
POxy
.1800.1.1.18.