γῠναικομᾰνής, -ές
1 loco por las mujeres
τινὲς ... καλοῦσι ... τοὺς φιλογύνας γυναικομανεῖςChrysipp.Stoic.3.167, cf. Gal.5.396,
εἰσὶ δέ τινες περὶ τὰς ὁμιλίας ἁψίκοροι, γυναικομανεῖς ἐν ταὐτῷ καὶ μισογύναιοιPh.2.312,
ὁ Ποδαλείριος μάχλος καὶ γ. τὴν φύσινLuc.Alex.11, cf. Pall.H.Laus.65.2, Hsch.s.u. γυναιμανές.
2 que hace enloquecer por las mujeres
Κύπρις ... γυναικομανῆ φλόγα βάλλειAP 12.86 (Mel.).