γυναικικός, -ή, -όν


1 de la mujer ἐπιθυμία γ. deseo de mujer, pasión por una mujer Pall.H.Laus.23.1.

2 afeminado εὐνοῦχοι Arist.Pr.895a32
de aspecto femenino τὰ μὲν ὑγρότερα τῶν σωμάτων καὶ γυναικικώτερα θηλυγόνα μᾶλλον Arist.GA 766b32, cf. HA 582a13, κόμαι Epiph.Const.Haer.80.6.5, ἦθος Eust.643.55.

2 adv. -ῶς femenilmente γ. οὐδὲ τούτῳ ἀρέσκεται Sch.A.Ch.363-364, cf. Sud.s.u. κορικῶς, Eust.843.49.