γυναικομανία, -ας, ἡ
locura por las mujeres Chrysipp.Stoic.3.167,
ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ (τοῦ γυπός) ... ἰᾶται καὶ γυναικομανίαςCyran.3.9.32,
δοῦλος δ' ἀκολάστου γυναικομανίαςEus.LC 5, cf. Clem.Al.Strom.3.9.63,
glos. a μαχλοσύνηAn.Bachm.295.29, tít de una comedia de Amphis, Ath.642a.